- ολιγαρκώ
- ὀλιγαρκῶ, -έω (ΑΜ) [ολιγαρκής](ενεργκαι μέσ.) αρκούμαι στα λίγα, είμαι ολιγαρκής, λιτός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αρκώ — (AM ἀρκῶ έω) 1. επαρκώ, είμαι αρκετός, ικανοποιώ 2. αρκούμαι μου είναι αρκετό κάτι, μου φθάνει, το βρίσκω ικανοποιητικό 3. τα αρκούντα αρκετή ποσότητα αρχ. 1. αποκρούω, αποσοβώ 2. προστατεύω, υπερασπίζω 3. βοηθώ 4. κατορθώνω, πραγματοποιώ.… … Dictionary of Greek